Πάμε Σιμάκο

 

 

Πως άραγε νοιώθει κανείς όταν βρίσκεται πάνω στη σέλα για 24 ώρες; Κάποιοι από εσάς ξέρουν. Μερικοί μάλιστα έχουν βρεθεί πάνω της για πολύ περισσότερο.

Λίγοι όμως μπορούν  να φανταστούν το παραπάνω στα πλαίσια ενός επαναλαμβανόμενου μικρού σιρκουί. Εκεί που –σε αντίθεση με μια μεγάλη διαδρομή που η εναλλαγή των εικόνων ξεκουράζει σώμα και νου- η μονοτονία παίζει δύσκολα παιχνίδια, μετατρέποντας ακόμα και τα πιο ατσάλινα νεύρα σε …παραβρασμένα μακαρόνια.

Ο 24ωρος αγώνας στο κωπηλατοδρόμιο του Σχοινιά ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Πρόκληση για όλους, αλλά ιδιαίτερα για αυτούς που θα το επιχειρούσαν σόλο, γυρνώντας συνεχώς για πάνω από 100 φορές τα 5 και κάτι χιλιόμετρα της διαδρομής.

Δεν ξέρω πως προετοιμάζεται κανείς ψυχολογικά για ένα τέτοιο εγχείρημα, εγώ πάντως φρόντισα να φθάσω στα ποδηλατικά τάρταρα, αφού η ταλαιπωρία της προηγούμενης εβδομάδας περιελάμβανε ένα πληγωμένο από άκρη σε άκρη σώμα στο οποίο συνεισέφερε και μια καλή τούμπα, 2 μέρες πριν από την δοκιμασία.

Όμως η παρασκευή των ενεργειακών ζουμιών και τα πειράγματα με όλους τους αθεράπευτα αρρώστους συναδέλφους το μεσημέρι του Σαββάτου έφτιαξαν ένα αγωνιστικό mood, αφήνοντας τα πάντα με μιας στην άκρη.

 

Στην άκρη και τα ποδήλατα  και εμείς να τρέχουμε για να τα καβαλήσουμε στην ιστορική εκκίνηση. Γέλαγα με το αγωνιάρικο του πράγματος, ειδικά όταν συνέκρινα τα κλάσματα που κανείς θα μπορούσε να κερδίσει  με τις ώρες που θα ακολουθούσαν. Το γέλιο βέβαια κόπηκε απότομα όταν αμέτρητα ποδήλατα άρχισαν να περνάνε δεξιά και αριστερά μου.

Όχι, δεν ξεκίνησα πρώτος και όλοι με έφτασαν, ξεκίνησα τελευταίος και όλοι μου έριχναν ήδη γύρο!! Τα χτυπήματα ήταν απανωτά, αφού τις πρώτες 6 ώρες άπαντες με περνούσαν σαν σταματημένο. Νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες, λεπτοί, εύσωμοι, όλοι με ταρακουνούσαν με τον αέρα τους κάθε φορά που “έσκαβαν” δίπλα μου.

Αφού κόντευα να πάθω αυχενικό από το πέρα δώθε του κεφαλιού για να δω ποιος περνάει, η απόφαση να πάω με τον ρυθμό μου ελήφθηκε από νωρίς. Το ίδιο νωρίς ήρθε και ο συμβιβασμός με την τελευταία θέση. Έτσι ο μόνος στόχος που έμεινε “με το καλημέρα” ήταν να τερματίσω, ποδηλατώντας μέχρι το τέλος. “Με το καληνύχτα” πάντως ξεκίνησε η ακούσια λήψη πρωτεϊνών, αφού τα μυγάκια είχαν αντικαταστήσει τον αέρα! Σε μια ώρα πάντως, ή λήψη έγινε εκούσια, αφού όσα έζησαν πήγαν για ύπνο αφήνοντας μόνο καμιά 30αρια ποδηλάτες ξάγρυπνους αλλά και αρκετούς φύλακες- Αγγέλους στην κερκίδα.

Ο δικός μου ήταν Αρχάγγελος, άκουγε στο όνομα Δημήτρης Λαζαρίδης και έκανε τους συναδέλφους του Μιχαήλ και Γαβριήλ να ασχοληθούν απλά με την κωπηλασία. Συγκινητικός από την αρχή μέχρι το τέλος, ήταν πάντα εκεί για να φροντίσει την τροφοδοσία μου, να με ενημερώνει για το πότε έπρεπε να σταματάω και να με εμψυχώνει στα δύσκολα.

 

Το ταπεινό μου κοντεράκι δεν διέθετε φωτισμό, οπότε ο μόνος τρόπος για να καταναλώνω το ένα παγούρι ενεργειακών ανά ώρα –επιλογή που αποδείχθηκε απόλυτα επιτυχημένη-ήταν να μετράω τους γύρους. Το “1 γύρος,2 γύροι, 3 γύροι , …, 6 γύροι“ στοίχειωσε όλο το βράδυ μου, φτάνοντας τα νεύρα μου στα απόλυτα όρια.

Το ρολόι μου με τον Βαγγέλη τον Βουλγαράκη ήταν μια ευχάριστη αλλαγή, όμως η σκάντζα που έπρεπε να κάνει με το ζευγάρι του με βύθισε ξανά στην μοναξιά μου, η οποία συνολικά πρέπει να κράτησε για 590 –από τα 640!!- χιλιόμετρα που διήνυσα.

Το μέτρημα μοιραία χάθηκε κάπου μέσα στο σκοτάδι, και όπως φαντάζεστε χάθηκε προς τα πάνω. Οπότε η πληροφόρηση ότι έχω ακόμα μισή ώρα -ενώ εγώ πίστευα  ότι έκλεινα το 2ωρο –με έφερε μπροστά στην δυσκολότερη στιγμή όλου του αγώνα.  Η κατάρρευση απείχε χιλιοστά, το ίδιο όμως και η καταστροφή. Γιατί η νύχτα, η μονοτονία και η κούραση έχουν πολλούς, αλλά  εξίσου ύπουλους  τρόπους για να σε σκοτώσουν. Και μπορεί με την αϋπνία να τα πήγα καλά και να μην κινδύνευσα να κοιμηθώ πάνω στο τιμόνι, ωστόσο αυτό δεν με εμπόδισε να προσθέσω μια ακόμα λωρίδα στην ευθεία απέναντι από τις κερκίδες. Έτσι, πηγαίνοντας με 40, έκανα δεξιά από την άσπρη γραμμή για να επιτρέψω σε κάποιον να περάσει, πριν τα φώτα μου με κάνουν να συνειδητοποιήσω ότι δεν βρίσκομαι στην δεξιά λωρίδα (η οποία φυσικά δεν υπήρχε) αλλά  χιλιοστά από το κράσπεδο!!

Ευτυχώς η βλακεία μου δεν αποδείχθηκε μοιραία, ενεργοποίησε ωστόσο όλα τα καμπανάκια εγρήγορσης που διέθετα. Τα καμπανάκια βάραγαν ασταμάτητα το ίδιο όμως και εγώ, γεγονός που μετά το πρώτο 8ωρο με έφερε στην δεύτερη θέση. Ο Τζίμης με ενημέρωνε για τους “αντιπάλους” και εγώ πέρναγα τις ατελείωτες ώρες σκεπτόμενος αν μου λέει αλήθεια. Ήξερα βέβαια ότι ακόμα και ένα ψέμα του θα ήταν για το καλό μου, είτε για να με πουσάρει είτε για να μην με απογοητεύσει ή με αγχώσει. Ωστόσο το μόνο που ήθελα εκείνη την ώρα ήταν την αλήθεια και μόνον αυτή.

Το 12ωρο συμπληρώθηκε και με το γλυκό ακόμα φως έκανα το πρώτο μου μεγαλούτσικο (10λεπτο) διάλλειμα. Αποφάσισα να δώσω λίγο αέρα στα πόδια μου και έτσι πήγα με αθλητικά στην τουαλέτα. Όμως η επανατοποθέτηση άφησε τα αριστερά Velcro χαλαρά, γεγονός που μετά από μια ώρα μου έδωσε τον αχίλλειο στο χέρι. Το κατόπιν εορτής σφίξιμο, το ψυκτικό που μου έφερνε ο Δημήτρης και η απόφαση να μην τραβάω τα πετάλια απλά έκαναν τις ώρες να περνούν λιγότερο βασανιστικά.

 

Ο Αποστόλης ο Παπαποστόλου ήρθε για συμπαράσταση κατά τις 10 και το κολασμένο ρυζόγαλο που έφερε με έκανε να αμαρτήσω, απατώντας προσωρινά την διατροφική “Βίβλο” (βλέπε φωτό)  που πιστά ακολούθησα. Μια Βίβλος πάντως που μου επέτρεψε να ποδηλατώ ακούραστα χωρίς κανένα απολύτως σωματικό πρόβλημα λαμβάνοντας πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ηλεκτρολύτες και καφεΐνη σε σοφές δώσεις.

Η ζέστη ανέβαινε, ο αέρας το ίδιο και εγώ πάλευα ολοκληρώνοντας τον ένα κύκλο μετά τον άλλο. Οι “ντόπες” δούλευαν καλά, αποτελεσματικότερη όλων όμως ήταν η φωνή του JimmyLazo. Εκεί που η ψυχή είχε κουραστεί περισσότερο από το σώμα, το “πάμε Σιμάκο” του πιστού μου “coach” κάθε φορά που περνούσα από την κερκίδα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια και την παραίτηση.

 

Ο Νικολάκης ο Κωνσταντόπουλος είχε σεληνιαστεί -έστω και χωρίς πανσέληνο- και με τη διαφορά των 8 γύρων(!!!)  που είχε πάρει μέσα στις 8 πρώτες ώρες είχε “καθαρίσει” προ πολλού την πρώτη θέση. Όμως η διαφορά των 3 και κάτι γύρων που με χώριζε από τον 3ο δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ο Χάρης Πλέγας που και ικανός είναι για τα πάντα και ιδιαίτερα δυνατός παρουσιάζεται στα τελευταία στάδια των αγώνων ή των Brevet. Και όσο και αν διαλαλούσε την επιθυμία του να τα παρατήσει, εγώ ήξερα ότι όσα κεφάλια και να κόψεις από μια Λερναία Ύδρα αυτή θα βγάλει και άλλα.

20η ώρα και ο Δημήτρης προσπαθούσε να με καθησυχάσει, όμως ο Χάρης έβγαλε νέο κεφάλι –και μάλιστα με περισσότερα μαλλιά!- αφού το τρενάκι στο οποίο είχε πηδήξει έδειχνε γρήγορο. Ο αχίλλειος, η κούραση, η ψυχολογία όλα μεμιάς ξεχνιούνται και δαιμονισμένα προσπαθώ να συντηρήσω την διαφορά, ενώ τα μάτια μου σκανάρουν την λίμνη προσπαθώντας να διακρίνουν την πορεία του “τέρατος”.

Ευτυχώς τα παγούρια έβγαζαν δεν έβγαζαν δίωρο και έτσι η προτελευταία στάση με βρίσκει με σταθερή την διαφορά. Ένας Χάρης όμως δεν πεθαίνει ποτέ και σε λίγο βρίσκεται σε ένα νέο τρενάκι! Μόνο που αυτή τη φορά είναι η υπερταχεία των κορυφαίων ομάδων που κινείται με ένα τρομακτικό γυρολόγιο σε σχέση με μένα. Αποφασίζω να τα παίξω όλα για όλα και πατάω όσο πάει δίνοντας τον υπερ πάντων αγώνα ώστε το τέλος του δίωρου να μην με βρει μπροστά με λιγότερους από 3 γύρους.

Ουρλιάζω από την προσπάθεια ενώ ταυτόχρονα το καμένο μου μυαλό κάνει χιλιάδες υπολογισμούς για τον αν ο ρυθμός μου μπορεί να με φέρει δεύτερο μέχρι το τέλος. Η 22η ώρα τελειώνει όταν το τραίνο πλησιάζει φουριόζικο για να με ντουμπλάρει και τότε βλέπω –με την άκρη του ματιού μου αφού είμαι καρφωμένος στα drops- το τελευταίο βαγόνι να αποκόπτεται!

 Ο άσπρος σκελετός και τα άσπρα- γαλάζια ρούχα που διακρίνω επιφέρουν την λύτρωση, και η εξαντλητική προσπάθεια  την κατάρρευση μπροστά από τις κερκίδες. Η φωνή του Χάρη- που σταματά και αυτός το ίδιο εξουθενωμένος- δρα ως αμμωνία στον λιπόθυμο και έτσι ξαναβρίσκομαι πάνω στο ποδήλατο σε λιγότερο από 3 λεπτά.

 

Δεν έχω να δώσω πλέον τίποτα, παρά μόνο να διασφαλίσω ότι το ποδήλατο θα συνεχίσει να κινείται για τις επόμενες 2 ώρες. Σέρνομαι ετοιμοθάνατος, σαν τα βόδια που σβήνουν ώρα με την ώρα κάτω από την επίδραση της δηλητηριώδους δαγκωνιάς του δράκου του Κομόντο.  Ο πανάξιος αντίπαλος με  φτάνει λίγο πριν από την λήξη του 24ώρου, όντας 3 γύρους πίσω. Κατεβαίνουμε από τα ποδήλατα περιμένοντας το τελικό σφύριγμα και πλέον μπορώ να επιτρέψω στο διπλάσιο με πάχος αριστερό μου πόδι να πονέσει όσο θέλει!

Αν και τα 640 περίπου χιλιόμετρα είναι τα περισσότερα που έχω κάνει ποτέ,  έχω περάσει πολλές σκληρότερες και δυσκολότερες ώρες πάνω στο ποδήλατο από αυτές που πέρασα αυτό το 24ωρο. Ωστόσο κάποιες πλευρές αυτού που ονομάζουμε “σωματική και ψυχολογική προσπάθεια “ δοκιμάστηκαν σε αυτούς τους 126 μονότονους γύρους όπως δεν έχουν δοκιμαστεί ποτέ. Για αυτό και το “πάμε Σιμάκο” του πιστού JimmyLazo θα κάνει πάρα μα πάρα πολύ καιρό να ξεχαστεί…

 

ΥΓ. Η ευγνωμοσύνη απέναντι στον Δημήτρη   είναι δεδομένη. Ευχαριστίες ωστόσο είναι απαραίτητες και στην ΠΕΠΑ που κάτω από ιδιαίτερα  δύσκολες συνθήκες έφερε με επιτυχία εις πέρας αυτό το δύσκολο εγχείρημα, όπως επίσης και σε όλους όσους μας ενθάρρυναν από την κερκίδα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ακόμα και ένα “γερά” είναι ανεκτίμητο!

 

 

                                                                                                                                                                            Σίμος Γεωργόπουλος.